Πλέον μπορείτε να θαυμάσετε τι κρύβουν οι θάλασσές μας. Οι 4 υποβρύχιοι αρχαιολογικοί χώροι

Πολιτισμός

Στην οριστική απόδοση στο καταδυτικό κοινό, κατάλληλα οργανωμένων Επισκέψιμων Ενάλιων Αρχαιολογικών Χώρων, προχωρά το Υπουργείο Πολιτισμού. Η Μελέτη Οργάνωσης Επίσκεψης (ΜΟΕ), που εκπονείται και εφαρμόζεται για πρώτη φορά αφορά στα τέσσερα επισκέψιμα υποθαλάσσια ναυάγια στην Αλόννησο και στον Δυτικό Παγασητικό.

Η δημιουργία για το κοινό επισκέψιμων υποβρυχίων αρχαιολογικών χώρων, μεμονωμένων ή υπό τη μορφή ευρύτερων καταδυτικών πάρκων, υπήρξε – και παραμένει – για την Ελληνική Πολιτεία και το Υπουργείο Πολιτισμού ένα τολμηρό εγχείρημα μεγάλης ευθύνης και μια πρόκληση με ειδικές απαιτήσεις και προϋποθέσεις, που υπαγορεύονται από τρεις βασικές αναγκαιότητες: Τήρηση της ασφάλειας του κοινού, διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος, και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η επίσκεψη στο χώρο δεν μπορεί παρά να είναι ελεγχόμενη και υπό αυστηρές προϋποθέσεις διαρκούς επιτήρησης και ασφάλειας. Αυτές τις προϋποθέσεις εξασφαλίζει η Μελέτη Οργάνωσης Επίσκεψης, μία πρότυπη εργασία για την επίσκεψη των ενάλιων αρχαιολογικών χώρων, που έχει ως στόχο να αποδοθούν στο κοινό, κατάλληλα οργανωμένοι επισκέψιμοι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι με συγκεκριμένες διαδικασίες κατάδυσης και προστασίας του υποθαλάσσιου αρχαιολογικού μας πλούτου.

Ναυάγιο Αλοννήσου

ΕΕΑΧ Περιστέρας: Η νησίδα Περιστέρα βρίσκεται ανατολικά της Αλοννήσου, εντός του θαλάσσιου πάρκου των Βόρειων Σποράδων . Κοντά στη δυτική βραχώδη ακτή του και σε βάθος 22 έως 30 μέτρα, το 1985 ανακαλύφθηκε από ψαρά το αρχαίο ναυάγιο. Πρόκειται για μεγάλη συγκέντρωση οξυπύθμενων – εμπορικών αμφορέων που υπερβαίνουν τους 3.500 και αποτελούσαν το κύριο φορτίο αρχαίου εμπορικού πλοίου. Αναγνωρίστηκαν δύο τύποι αμφορέων που προέρχονται από τη Μένδη και την Πεπάρηθο (Σκόπελο) και πιθανόν μετέφεραν οίνο.

Στα ευρήματα συγκαταλέγονται, επίσης, πολυτελή αγγεία (μελαμβαφείς κύλικες και πινάκια) που αποτελούσαν δευτερεύον φορτίο, αγγεία καθημερινής χρήσης (λύχνοι, ιγδίο κ.α.) του πληρώματος, και αντικείμενα που σχετίζονταν με τον εξαρτισμό του πλοίου (μολύβδινα εξαρτήματα άγκυρας και καρφιά). Βάσει των ευρημάτων το ναυάγιο χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ.

Ναυάγια Δυτικού Παγασητικού

ΕΕΑΧ Τηλέγραφου: Το Ναυάγιο εντοπίστηκε στον όρμο «Τηλέγραφος» το 2000. Η περιοχή των ευρημάτων βρίσκεται σε βάθος 17 έως 23 μέτρα σε βραχώδη πυθμένα με αμμοθύλακες. Βρέθηκαν οκτώ (8) τύποι εμπορικών αμφορέων, όλοι του 4ου αι. μ.Χ. Στο εσωτερικό πολλών αμφορέων βρέθηκαν ίχνη πισσώματος που υποδεικνύουν μεταφορά οίνου. Ο τύπος που αντιπροσωπεύεται με τα περισσότερα αγγεία (20) είναι από την Πελοπόννησο. Το συγκεκριμένο σύνολο αποτελεί τη μεγαλύτερη γνωστή συγκέντρωση στον ελλαδικό χώρο. Άλλοι τύποι προέρχονται από το Βορειοανατολικό Αιγαίο, ενώ ένας μοναδικός αμφορέας αναγνωρίστηκε ως παλαιστινιακός. Οι αμφορείς σχημάτιζαν δύο κύριες συγκεντρώσεις στον πυθμένα, χωρίς, ωστόσο, ιδιαίτερη συνοχή, γεγονός που υποδεικνύει ανατροπή του πλοίου.

ΕΕΑΧ Κίκυνθου: Η ακατοίκητη νησίδα Κίκυνθος αναπτύσσεται ως φυσικός κυματοθραύστης στην είσοδο του όρμου της Αμαλιάπολης, στον δυτικό Παγασητικό. Λόγω των αρχαίων καταλοίπων που έχουν εντοπισθεί, τα οποία αντιπροσωπεύουν μια μεγάλη χρονική περίοδο, από την παλαιοχριστιανική εποχή έως και τον 19ο αιώνα, η νησίδα έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος. Στη βορειοδυτική ακτή της νησίδας, σε βάθος 3,5 έως 12μ, εντοπίστηκε το 2005, ένας σωρός μεγάλων, αλλά θραυσμένων αγγείων μεταφοράς. Πρόκειται για τμήματα πίθων που τυπολογικά εμφανίζονται ήδη από τον 9ο αιώνα και αμφορέων που χρονολογούνται με μεγαλύτερη ακρίβεια μεταξύ 11ου και 12ου αιώνα. Τα έως τώρα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ένα ναυάγιο μικρού, σχετικά, εμπορικού πλοίου της μέσης βυζαντινής περιόδου, πιθανώς του 11ου αιώνα.

Ακρωτήριο Γλάρος: Στις νοτιοδυτικές ακτές του Παγασητικού κόλπου, το ακρωτήρι του Γλάρου αποτελούσε ένα επικίνδυνο πέρασμα για τα πλοία που προσπαθούσαν να μπουν στον προστατευμένο όρμο των αρχαίων Νηών. Στο βυθό του Γλάρου εντοπίζονται ίχνη τεσσάρων τουλάχιστον αρχαίων ναυαγίων – ένα ελληνιστικό, ένα ρωμαϊκό και δύο βυζαντινά – αλλά και αγγεία και άγκυρες άλλων περιόδων που συνιστούν πιθανές απορρίψεις.

Δύο συγκεντρώσεις με συνολικά πάνω από δέκα (10) σιδερένιες βυζαντινές άγκυρες μπορούν να συνδεθούν με αμφορείς του 12ου-13ου αιώνα που βρίσκονται στην ίδια περιοχή, υποδεικνύοντας ένα ναυάγιο μεγάλου εμπορικού βυζαντινού πλοίου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σύνολο βυζαντινών αγκυρών που έχει βρεθεί στις ελληνικές θάλασσες.