Σαν σήμερα, τη νύκτα της 30ης Μαΐου, ξημερώνοντας η 31η Μαΐου του 1941, o Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, δύο 19χρονοι φοιτητές. αφαίρεσαν τη γερμανική πολεμική σημαία του Γ΄ Ράιχ, που κυμάτιζε σε ιστό στην Ακρόπολη Αθηνών, κυριολεκτικά κάτω από τα μάτια της φρουράς, έχοντας μαζί τους μόνο ένα φανάρι και ένα μαχαίρι…
Το χιτλερικό σύμβολο προκαλούσε την ελληνική υπερηφάνεια… Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων και διασκέδαζε. Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση λίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού.
Ήταν μια τεράστια σημαία, διαστάσεων 4×2 μέτρα…
Την 1η Ιουνίου οι γερμανικές αρχές κατοχής εξέδωσαν ανακοίνωση η οποία πληροφορούσε ότι «υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών» και επέβαλε στους καταζητούμενους δράστες την ποινή του θανάτου.
Το τολμηρό εγχείρημα προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό που μεταδόθηκε η είδηση. Η πράξη τους ενέπνευσε τους Έλληνες που αντιστέκονταν ενάντια στον κατακτητή και καθιέρωσε και τους δύο ως σύμβολα αντίστασης κατά της χιτλερικής κατοχής. Μάλιστα ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκωλ χαρακτήρισε τον Μανώλη Γλέζο ως «Πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης».
Το ναζιστικό καθεστώς ξεκίνησε μια εκτεταμένη αναζήτηση και τελικά, σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 24 Μαρτίου του 1942 ο Μ. Γλέζος και ο συνεργός του συλλαμβάνονται από γερμανικό κλιμάκιο και φυλακίζονται στις φυλακές Αβέρωφ.
Ο ίδιος ο Μανώλης Γλέζος σε συνέντευξή του είχε δώσει όμως μια άλλη διάσταση στην ιστορία για το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, είχε μιλήσει για τον άνθρωπο που τον σημάδεψε σε όλη την ζωή του. Τη μάνα του!
“Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω.
Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, «Μάνα!» Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, «Πού ήσουν;»
Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, «Πήγαινε κοιμήσου».
Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, «Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;».
Του απαντάει, «Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη».
Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της.
Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου”.
Ένα like φέρνει... χαμόγελα