Μετά τη φέτα και το γιαούρτι, διεκδικούμε και ο γύρος να καταγραφεί σε όλη την Ευρώπη ως ελληνικό εγγυημένο προϊόν. Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων αποφασίστηκε η επανακατάθεση φακέλου πιστοποίησης του γύρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ορίζοντα τα τέλη Μαρτίου, ως Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ).
Στόχος είναι να κατοχυρώσουμε ότι ο γύρος έχει συγκεκριμένη χώρα προέλευσης και παραγωγής και αυτή είναι μόνον η Ελλάδα.
Άλλωστε, ο γύρος πήρε το όνομά του από την ελληνική λέξη “γύρα”, ή αλλιώς περιστροφή που κάνει το κρέας στην κατακόρυφη μεταλλική σούβλα όπου περνιέται για να ψηθεί γύρω από τον άξονά της, με τη φωτιά στη μια πλευρά.
Σημειώνεται ότι η ετήσια παραγωγή του γύρου υπολογίζεται στους 110.000 τόνους, εκ των οποίων σχεδόν το 80% προέρχεται από τις 10 μεγάλες βιομηχανίες του κλάδου και το υπόλοιπο 20% από 80 μικρότερες εταιρίες.
Σημαντικό είναι και το κομμάτι των εξαγωγών, στις οποίες όμως δραστηριοποιούνται μόλις οι πέντε μεγαλύτερες βιομηχανίες εξάγοντας το προϊόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και σε κάποιες Τρίτες Χώρες, όπου όμως αυτό επιτρέπεται.
Επισημαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής απορροφούν οι αγορές της Γερμανίας και της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ μέσω θυγατρικών εταιριών σε άλλες χώρες ο ελληνικός γύρος εξάγεται μέχρι και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Σε ό,τι αφορά την κατανάλωση στους χώρους εστίασης (ψητοπωλεία), υπολογίζεται στους 450-490 τόνους ημερησίως, ενώ μαζί με τα σουβλάκια και άλλα είδη κρέατος η κατανάλωση κρεατοπαρασκευασμάτων αγγίζει τους 700 τόνους ημερησίως.
Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, η οικονομική κρίση βοήθησε στην ανάπτυξη του γύρου καταγράφοντας αύξηση τουλάχιστον 30%. Αυτό οφείλεται στη στροφή των καταναλωτών από τις πίτσες και τα σπαγγέτι, που είναι ακριβότερα ως φαγητά, στον… φθηνό γύρο!
Η αξία της αγοράς του γύρου εκτιμάται στα 500 εκατ. ευρώ ετησίως στα 16.500 ψητοπωλεία της χώρας, εκ των οποίων περίπου 380 εκατ. ευρώ «μένουν» στις βιομηχανίες.
Σχετικά με την ελληνικότητα του γύρου, οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι πρόκειται για 100% ελληνική «πατέντα» ως προς τον τρόπο παρασκευής του και ότι ουδεμία σχέση έχει με το τουρκικό ντονέρ. «Ο γύρος είναι κομμάτια χοιρινού κρέατος τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Δεν έχει καμία σχέση με το τουρκικό ντονέρ, παρά μόνο στον τρόπο ψησίματος», δηλώνουν και υπογραμμίζουν ότι οι Τούρκοι δεν τρώνε χοιρινό.
Σημαντικό είναι και το κομμάτι των εξαγωγών, στις οποίες όμως δραστηριοποιούνται μόλις οι πέντε μεγαλύτερες βιομηχανίες εξάγοντας το προϊόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και σε κάποιες Τρίτες Χώρες, όπου όμως αυτό επιτρέπεται.
Επισημαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής απορροφούν οι αγορές της Γερμανίας και της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ μέσω θυγατρικών εταιριών σε άλλες χώρες ο ελληνικός γύρος εξάγεται μέχρι και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Σε ό,τι αφορά την κατανάλωση στους χώρους εστίασης (ψητοπωλεία), υπολογίζεται στους 450-490 τόνους ημερησίως, ενώ μαζί με τα σουβλάκια και άλλα είδη κρέατος η κατανάλωση κρεατοπαρασκευασμάτων αγγίζει τους 700 τόνους ημερησίως.
Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, η οικονομική κρίση βοήθησε στην ανάπτυξη του γύρου καταγράφοντας αύξηση τουλάχιστον 30%. Αυτό οφείλεται στη στροφή των καταναλωτών από τις πίτσες και τα σπαγγέτι, που είναι ακριβότερα ως φαγητά, στον… φθηνό γύρο!
Η αξία της αγοράς του γύρου εκτιμάται στα 500 εκατ. ευρώ ετησίως στα 16.500 ψητοπωλεία της χώρας, εκ των οποίων περίπου 380 εκατ. ευρώ «μένουν» στις βιομηχανίες.
Σχετικά με την ελληνικότητα του γύρου, οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι πρόκειται για 100% ελληνική «πατέντα» ως προς τον τρόπο παρασκευής του και ότι ουδεμία σχέση έχει με το τουρκικό ντονέρ. «Ο γύρος είναι κομμάτια χοιρινού κρέατος τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Δεν έχει καμία σχέση με το τουρκικό ντονέρ, παρά μόνο στον τρόπο ψησίματος», δηλώνουν και υπογραμμίζουν ότι οι Τούρκοι δεν τρώνε χοιρινό.