Την τελευταία 15ετία, περισσότερα από 3.000 άτομα ασχολούνται με ένα ιδιότυπο “κυνήγι” στα ελληνικά βουνά: την αναζήτηση και συλλογή ενός σπάνιου υλικού της παγκόσμιας γαστρονομίας για το οποίο, μερικά από τα διασημότερα εστιατόρια και καταστήματα ειδών διατροφής στον κόσμο, πληρώνουν χιλιάδες ευρώ προκειμένου να τα αποκτήσουν.
Ο λόγος για ένα σχετικά σπάνιο είδος υπόγειου μανιταριού, της τρούφας, οι τιμές της οποίας, στην ευρωπαϊκή αγορά, μπορούν να αγγίξουν μέχρι και τις 3.000 ευρώ το κιλό και στην αμερικάνικη φτάνουν ακόμη πιο ψηλά. Ειδικά η τιμή της λευκής τρούφας, που είναι η μόνη που δεν καλλιεργείται, μπορεί να κοστίσει μια ολόκληρη περιουσία. Πρόσφατα στο Χονγκ Κονγκ, 1,5 κιλό tuber magnatum πουλήθηκε σε δημοπρασία προς 330.000 δολάρια.
Στη χώρα μας, έχουν καταγραφεί 27 από τα 33 συνολικά είδη τρούφας που υπάρχουν στον πλανήτη, μεταξύ αυτών και η σπάνια λευκή τρούφα (tuber magnatum), η οποία ανακαλύφθηκε μόλις στις 7 Οκτωβρίου 2010. Ο “θησαυρός” της τρούφας εντοπίζεται στην Πελοπόννησο και πιο συγκεκριμένα στον Ταΰγετο, μεταξύ Καλαμάτας και Σπάρτης. Εκεί συλλέγεται η μαύρη φθινοπωρινή τρούφα Τuber uncinatum, καθώς και η λευκή ανοιξιάτικη Tuber borchii. Στην Κεντρική και Βορειοδυτική Ελλάδα οι τρουφοσυλλέκτες εντοπίζουν τη λευκή Tuber magnatum και τη μαύρη τρούφα Tuber melanosporum.
Η συλλογή της άγριας τρούφας μοιάζει με κυνήγι «κρυμμένου θησαυρού». Η αναζήτηση της στα ελληνικά βουνά, αλλά και γενικά στα βουνά, μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι. Μάλιστα, όπως αναφέρουν κυνηγοί τρούφας μπορεί να χρειαστεί να περάσουν αρκετές εβδομάδες ή ακόμη και αρκετοί μήνες μέχρι να βρεις έστω και ένα μικρό κομμάτι από αυτόν τον ιδιαίτερο μύκητα. Συμβιώνει στις ρίζες συγκεκριμένων δένδρων, κέδρος, φουντουκιά, βελανιδιά, ελιά, πεύκο, δρυς, κερασιά, αμυγδαλιά, ιτιά, λεύκα, κ.α. ή θάμνων.
Όταν ωριμάζει, έχει μια ιδιαίτερη μυρωδιά (θυμίζει σκόρδο) και γι’ αυτό οι κυνηγοί, κατά την αναζήτηση της τρούφας, χρησιμοποιούν ειδικά, εκπαιδευμένα σκυλιά, τα γνωστά «τρουφόσκυλα». Το κόστος αυτών των σκύλων ξεκινά περίπου από τα 1.000 ευρώ. Μερικές από τις ράτσες που προτιμούνται για αυτό το ιδιότυπο κυνήγι είναι τα λαμπραντόρ, τα γκριφόν, τα επανιέλ μπρετόν, τα αγγλικά πόιντερ και η ιταλική ράτσα lagotto.
Οι χώρες που κατεξοχήν ασχολούνται με την παραγωγή τρούφας είναι η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, ενώ τα τελευταία χρόνια η Νέα Ζηλανδία, η Τασμανία, το Μαρόκο, το Ιράν, η Αυστραλία, οι βορειοδυτικές ΗΠΑ, η Κύπρος, αλλά και η Ελλάδα (Πήλιο, Κιλκίς, Κοζάνη και Χαλκιδική), κάνουν δειλά δειλά τις πρώτες παραγωγικές προσπάθειες.
Πιο συγκεκριμένα, στη χώρα μας ευνοείται η καλλιέργεια της καλοκαιρινής τρούφας (Τuber) σε ελαιόδεντρα, λόγω των ιδιαίτερων κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών. Η σημερινή ζήτηση της τρούφας είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από την παραγωγή.
Θρεπτική αξία
Η γαστρονομική και θρεπτική της αξία αποτελούν ένα από τα πιο περιζήτητα εδέσματα παγκοσμίως. Περιέχει άριστη ποιότητα πρωτεΐνης και αμινοξέων, αρκετές φυτικές ίνες, μεταλλικά άλατα και ιχνοστοιχεία (όπως σίδηρο, ασβέστιο, κάλιο, φώσφορο, χαλκό, ψευδάργυρο), αλλά και βιταμίνες (Β1, Β2, Β3, Β12, D). Της αποδίδονται επίσης θεραπευτικές δράσεις κατά των μυϊκών και αρθριτικών πόνων (λόγω του καλίου) και των υψηλών επιπέδων χοληστερίνης (λόγω παντοθενικού οξέος). Τέλος είναι γνωστή κυρίως για τις ισχυρές αφροδισιακές της ιδιότητες.
Η σπανιότητα και το άρωμά της προσδίδουν ιδιαίτερη αφροδισιακή αξία, ενώ σύμφωνα με διάφορες παραδόσεις η κατανάλωση τους από τον άνδρα κατά το γάμο, θεωρείτο καλό εφόδιο για την επίτευξη των συζυγικών του καθηκόντων.
Σημειώνεται ότι η παλαιότερη καταγραφή στη χώρα μας για την τρούφα είναι το 1854, από τον Βαυαρό Ξαβιέρο Λάνδερερ, που έζησε στη χώρα μας από το 1833 έως το 1885 ως προσωπικός φαρμακοποιός του Όθωνα.
Ένα like φέρνει... χαμόγελα