Όλη την ημέρα για… δύο δεκάρες το ζευγάρι

Η Ελλάδα παλιά...

Λούστρος ή λουστραδόρος ονομάζεται ο πλανόδιος που το επάγγελμά του είναι να βερνικώνει και να γυαλίζει παπούτσια περαστικών.

Τα μαύρο δερμάτινο ή καφέ σκούρο παπούτσι ή σκαρπίνι ήταν status για τον άνδρα της γύρας και έπρεπε πάντα να είναι λουστραρισμένο και να δείχνει στο μάτι ,κυρίως σε μια εποχή που τα παπούτσια λέρωναν εύκολα και σκονίζονταν από τους χωματόδρομους.

Ο πελάτης άπλωνε το πόδι του στη μπρούτζινη, συνήθως, βάση από το κασέλι και όλα τα άλλα τα αναλάμβανε ο λούστρος. Δίπλωνε το μπατζάκι μη λερωθεί και έβαζε χαρτόνια από τσιγαρόκουτα στα πλάγια για να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα, και την άπλωνε παντού με την βούρτσα. Με ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι. Επαναλάμβανε την διαδικασία και επέστρεφε στο πρώτο για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με πανί και με ειδική αλοιφή, το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν.

Μερικοί λούστροι έκαναν επίδειξη της δεξιοτεχνίας τους προσφέροντας δωρεάν θέαμα στο κοινό, πετώντας τις βούρτσες στριφογυριστά στον αέρα, σαν ζογκλέρ, ή χτυπώντας τες ρυθμικά στο κασελάκι.

Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα παλαιότερα, οι περισσότεροι λούστροι ήταν παιδιά ή έφηβοι… Η αμοιβή τους ήταν ελάχιστη, καθώς ένας πελάτης τους έδινε περίπου δύο δεκάρες…

Διαδώστε το Εδώ ζεις