Το στέκι του Παπαδιαμάντη, του Βάρναλη, του Καζαντζάκη, του Ελύτη…

Η Ελλάδα παλιά...

Είναι η Δεξαμενή, στο Κολωνάκι κατά το 1870… Από τους χρόνους του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ανδριανού μέχρι και πριν λίγα χρόνια, τροφοδοτούσε διαρκώς την Αθήνα με νερό. Το 134-140 ο αυτοκράτορας Αδριανός κατασκευάζει σύστημα υδροδότησης που κατεύθυνε το νερό από πηγές στις Αχαρνές στην Αθήνα και αποθηκεύονταν σε δεξαμενή στους πρόποδες του Λυκαβηττού σε υψόμετρο 136 μέτρων.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Σουρής, ο Παπαδιαμάντης, ο Βάρναλης, ο Κονδυλάκης, ο Καζαντζάκης, αλλά και ο Ελύτης, από τους τελευταίους θαμώνες της πλατείας, ήταν μερικοί από τους λογοτέχνες που σύχναζαν στη Δεξαμενή.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα έγραφε ο Κώστας Βάρναλης στα απομνημονεύματά του για την Δεξαμενή σε ένα πέρασμα από την περιοχή το 1906:

“Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ’ αστράμματά του, τον καλύτερον εαυτό μου…

Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά.

Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες, δεν ήταν σφιγμένη σε… κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα.

Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία.

Οι λεύκες της ψηλές και ρωμαλέες από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά.

Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και βογκούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο. Σχεδόν με τρόμαζε”.  Φωτογραφία από το iloveoldathens.blogspot.com