Η μεγάλη αναγνώριση του έργου του ήρθε… μετά θάνατον

Πρόσωπα Σαν Σήμερα

Ο ποιητής και πεζογράφος, Νίκος Καββαδίας, γεννήθηκε, σαν σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι (Nikolsk-Ussuriysky), μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες.

Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος, γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα Σημαία με τίτλο “Ο Θάνατος της Παιδούλας”.

Το 1933, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι τους γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μαραμπού (από τις εκδόσεις Κύκλος σε 245 αντίτυπα) που του χαρίζει το προσωνύμιο που θα τον συνοδεύει έως το τέλος της ζωής του.

Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι» και τον Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και η «Βάρδια», το μοναδικό πεζό του.

Το Δεκέμβριο του 1974 ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», κάτι που δεν έγινε…

Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.

Η μεγάλη αναγνώριση του έργου του Ν. Καββαδία ήρθε μετά θάνατον…

Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο «Σταυρός του Νότου». Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.  Ποιήματά του μελοποίησαν ακόμη ο Γιάννης Σπανός, η Μαρίζα Κωχ, οι αδελφοί Κατσιμίχα, ο Δημ. Ζερβουδάκης κ.α.

Πούσι

Στὴν Ἑλένη Χαλκιούση

Ἔπεσε τὸ πούσι ἀποβραδὶς

-τὸ καραβοφάναρο χαμένο-

κ᾿ ἔφτασες χωρὶς νὰ σὲ προσμένω

μὲς στὴν τιμονιέρα νὰ μὲ δεῖς.

Κάτασπρα φορᾶς κ᾿ ἔχεις βραχεῖ,

πλέκω σαλαμάστρα τὰ μαλλιά σου.

Κάτου στὰ νερὰ τοῦ Port Pegassu

βρέχει πάντα τέτοιαν ἐποχή.

Μᾶς παραμονεύει ὁ θερμαστὴς

μὲ τὰ δυό του πόδια στὶς καδένες.

Μὴν κοιτᾶς ποτέ σου τὶς ἀντένες

μὲ τὴν τρικυμία· θὰ ζαλιστεῖς.

Βλαστημᾶ ὁ λοστρόμος τὸν καιρὸ

κ᾿ εἶν᾿ ἀλάργα τόσο ἡ Τοκοπίλλα.

Ἀπὸ νὰ φοβᾶμαι καὶ νὰ καρτερῶ

κάλλιο περισκόπιο καὶ τορπίλλα.

Φύγε! Ἐσὲ σοῦ πρέπει στέρεα γῆ.

Ἦρθες νὰ μὲ δεῖς κι ὅμως δὲ μ᾿ εἶδες

ἔχω ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα πνιγεῖ

χίλια μίλια πέρ᾿ ἀπ᾿ τὶς Ἐβρίδες.

Από την ποιητική συλλογή, με τίτλο «Πούσι» (1947)