Έτσι οι γυναίκες μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού. Έρευνα επιστημόνων

Υγεία

Επιστημονική έρευνα Δανών ερευνητών καταγράφει ότι οι γυναίκες που έχουν εργαστεί για αρκετά χρόνια σε ανοικτούς χώρους αντιμετωπίζουν μικρότερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού μετά τα 50 τους. Η μελέτη αποδίδει αυτό το γεγονός στο ότι η εργασία στο ύπαιθρο εκθέτει μία γυναίκα στο φως του ήλιου και επιτρέπει στον οργανισμό της να παράγει περισσότερη βιταμίνη D, η οποία μπορεί να δράσει προστατευτικά έναντι της νόσου.

Οι επιστήμονες έχουν προ πολλού αναγνωρίσει τον ρόλο της βιταμίνης D για τη διατήρηση της υγείας των οστών και του μυοσκελετικού συστήματος, όμως αυτή μπορεί να βοηθήσει, επίσης, στην αποτροπή των λοιμώξεων και ορισμένων καρκίνων. Η πρωταρχική πηγή της βιταμίνης αυτής είναι η υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία UVB. Όμως, οι ανησυχίες για τον καρκίνο του δέρματος και η ολοένα αυξανόμενη χρήση υπολογιστών τόσο για εργασία όσο και για ψυχαγωγία έχουν μειώσει τον χρόνο που οι άνθρωποι περνούν σε ανοικτούς χώρους.

Τα αυξανόμενα περιστατικά καρκίνου του μαστού κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν γεννήσει τη θεωρία ότι εν μέρει αυτό οφείλεται και στην έλλειψη βιταμίνης D, κάτι για το οποίο προηγούμενες μελέτες είχαν δώσει ενδείξεις, αλλά όχι οριστική απάντηση. Η νέα μελέτη φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι, τουλάχιστον στην περίπτωση του καρκίνου του μαστού, αυτή η βιταμίνη δρα προστατευτικά.

Αποτέλεσμα εικόνας για μαστός

Το σώμα δημιουργεί βιταμίνη D κυρίως μεταξύ των ωρών 10:00 και 15:00, όταν συνήθως οι άνθρωποι εργάζονται. Συνεπώς, όσες γυναίκες δεν δουλεύουν σε κλειστούς χώρους (π.χ. οι αγρότισσες), εκτίθενται περισσότερο στον ήλιο, άρα παράγουν περισσότερη βιταμίνη και έτσι έχουν μειωμένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού.

Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι όσες είχαν διαχρονικά εκτεθεί περισσότερο στον ήλιο λόγω της εργασίας τους, είχαν μικρότερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού μετά την ηλικία των 50 ετών. Μία εργασία σε ανοικτό χώρο και η χρόνια έκθεση στον ήλιο επί 20 ή περισσότερα έτη σχετιζόταν με μία μέση μείωση κατά 17% της πιθανότητας διάγνωσης της νόσου. Πηγή, βρετανικό περιοδικό Επαγγελματικής και Περιβαλλοντικής Υγείας «Occupational & Environmental Health», ΑΜΠΕ.