Στα μάτια των Ελλήνων 1.000 αριστουργήματα της τέχνης… Ένα σύγχρονο μουσείο ισάξιο μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών

Πολιτισμός

Η Εθνική Πινακοθήκη, με την επέκταση και ανακαίνιση των χώρων της, αποδίδεται συμβολικά στις 24 Μαρτίου. Η Εθνική Πινακοθήκη σηματοδοτεί την έναρξη των εορτασμών της επετείου των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Η ελληνική τέχνη του 19ου και του 20ου αιώνα, που φιλοξενείται στις αίθουσες της νέας Εθνικής Πινακοθήκης, εξελίσσεται παράλληλα με την  Ιστορία της ελεύθερης Ελλάδας και τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους.

Η Εθνική Πινακοθήκη θα ανοίξει τις πύλες, στους Έλληνες και στους ξένους  επισκέπτες και φιλότεχνους, μόλις το επιτρέψουν τα μέτρα για τη πανδημία, με την περιοδική έκθεση «Το 1821 στη ζωγραφική. Η Ελλάς απαιτεί́ την ιστορικήν Πινακοθήκην της».

Τα έργα της έκθεσης προέρχονται αποκλειστικά από τις ελληνικές και ευρωπαϊκές συλλογές της, με ζωγραφική του 19ου αιώνα. Εκτίθενται κατ’ εξαίρεση δύο πίνακες Ιταλών καλλιτεχνών οι οποίοι ανήκουν στο Ίδρυμα Αντώνιος Ε. Κομνηνός. Παραχωρήθηκαν, γενναιόδωρα, για τις ανάγκες του επετειακού αφιερώματος. Όλοι οι πίνακες της έκθεσης είναι εμβληματικά έργα  τα οποία  οι δημιουργοί τους τα εμπνεύστηκαν από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων.

Η νέα Εθνική Πινακοθήκη

Ως σύγχρονο μουσείο Τέχνης αναδεικνύει τη φυσιογνωμία του Πολιτισμού της Ελλάδας αλλά και τη θέση  που επάξια κατέχει στον παγκόσμιο πολιτισμό. Η μόνιμη έκθεση της Πινακοθήκης τώρα ξεδιπλώνεται σε 1.000 πίνακες- από τους 20.000 που φυλάσσονται στις αποθήκες- αποδεικνύοντας τη μεγάλη αξία των πλούσιων συλλογών της.

Το πρώτο μνημειώδες έργο που υποδέχεται τους επισκέπτες, μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο, είναι η «Λαϊκή Αγορά» (1979-1982) του Παναγιώτη Τέτση, ένα εμβληματικό έργο, που αναβλύζει τη χαρά της ζωής και της δημιουργίας, ​σε μια έκρηξη χρωμάτων, υπογραμμίζοντας τον οικουμενικό χαρακτήρα της σύνθεσης.

Τον βράβευσαν οι λαϊκές αγορές | tanea.gr

Το μεγάλο έργο επέκτασης της Εθνικής Πινακοθήκης ξεκίνησε το 2011 και ολοκληρώθηκε το 2021, δέκα χρόνια μετά. Το κτήριο της Πινακοθήκης, με την υπογραφή των αρχιτεκτόνων Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου, κηρύχθηκε ως νεώτερο μνημείο το 1998, ως κατεξοχήν έργο του μοντερνισμού. Οι όροι επέκτασης της Πινακοθήκης θεσμοθετήθηκαν το 2001 με ειδικό νόμο του Υπουργείου Πολιτισμού.

Το έργο εντάχθηκε το 2011 στο ΠΕΠ Αττικής-ΕΣΠΑ 2007-2013 με χρηματοδότηση πρόσθετη από Εθνικούς Πόρους (ΠΔΕ), και από χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Η πορεία των εργασιών διεκόπη το 2013, όταν προέκυψε πρόβλημα με τον υδροφόρο ορίζοντα του ποταμού Ιλισού, καθώς διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν σε ανώτερο επίπεδο από το αρχικά προβλεπόμενο στις μελέτες. Χρειάστηκε συμπληρωματική σύμβαση με τον ανάδοχο, προκειμένου να καλυφθεί η δαπάνη της νέας μελέτης με την έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και πρόσθετη χρηματοδότηση 5.500.000 ευρώ για να διασφαλιστεί η στατικότητα του κτηρίου.

Το 2013, πριν από την έναρξη των εργασιών, η Πινακοθήκη εκκενώθηκε και τα έργα μεταφέρθηκαν σε αποθήκες στη Μαγούλα, στις οποίες δημιουργήθηκε η απαραίτητη υποδομή προκειμένου τα έργα να είναι απολύτως ασφαλή, ιδίως, μετά την κλοπή, της  9ης Ιανουάριου 2012, όταν εκλάπη το «Γυναικείο Κεφάλι» έργο του 1939 του Πικάσο, (λάδι σε μουσαμά, διαστάσεων 56Χ40) το οποίο δώρισε ο καλλιτέχνης το 1949 στον Ελληνικό λαό για την προσφορά του στην αντίσταση κατά των Γερμανών, επίσης, εκλάπησαν τα έργο «Μύλος» (1905) του Ολλανδού Πιέτ Μοντριάν και ένα σχέδιο, σε χαρτί, θρησκευτικής απεικόνισης-αρχές 17ου αιώνα, που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο).​

Ο σχεδιασμός

Ο σχεδιασμός της νέας Εθνικής Πινακοθήκης αναδεικνύει την αισθητική του κτηρίου στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας και την τοποθετεί στο ισάξιο μουσειολογικό επίπεδο των αντίστοιχων μουσείων των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Στο προϋπάρχον κτήριο των 9.720 τετραγωνικών μέτρων προστέθηκαν επιπλέον 11.040 τετραγωνικά μέτρα, υπερδιπλασιάζοντας τους λειτουργικούς του χώρους στα 20.760 τετραγωνικά μέτρα, συνολικά.

Το μουσείο αποκτά νέους εκθεσιακούς χώρους 2.230 τετραγωνικών μέτρων, σύγχρονες αποθήκες έργων τέχνης 1645 τ.μ., αμφιθέατρο 350 θέσεων, χώρο εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αίθουσα υποδοχής 910 τ.μ. όπου φιλοξενείται, εκτός από το εκδοτήριο εισιτηρίων και το βεστιάριο, δύο πωλητήρια και σαλόνι ψηφιακής πληροφόρησης. Το νέο μουσείο έχει κατάλληλα εξοπλισμένους χώρους, όπως υπερσύγχρονα εργαστήρια συντήρησης, γραφεία διοίκησης, καθώς και βιβλιοθήκη η οποία αναπτύσσεται σε δυο ορόφους.

Διαθέτει, επίσης, δυο καφέ- εστιατόρια, με το δεύτερο στο τελευταίο επίπεδο του κτηρίου προσφέροντας πανοραμική θέα προς την Ακρόπολη, τον λόφο του Λυκαβηττού και τον κόλπο του Σαρωνικού. Στο νέο κτήριο μπορούν να εκτεθούν 1000 έργα ως μόνιμη συλλογή, ενώ προηγουμένως στο παλιό κτήριο ο αριθμός δε μπορούσε να ξεπεράσει τα 400 έργα. Η νέα αίθουσα των περιοδικών εκθέσεων προσεγγίζει τα 2000 τετραγωνικά μέτρα ενώ οι αποθηκευτικοί χώροι μπορούν να στεγάσουν 10.000 έργα.

Η νέα Εθνική Πινακοθήκη απέκτησε έναν επιπλέον όροφο καθώς και επιπλέον βάθος τριών επιπέδων. Στον κήπο που δημιουργείται νότια της ιστορικής κεντρικής πύλης, η Πινακοθήκη έχει μία είσοδο ανεξάρτητη από την οδό Μιχαλακοπούλου (στη συμβολή των οδών Μιχαλακοπούλου και Βασιλέως Κωνσταντίνου), η οποία είναι συμβατή με την ιδέα του Ιλισού ως υγρού στοιχείου. Με τον τρόπο αυτό συντηρείται η μνήμη του ποταμού Ιλισού και της ροής του νερού με τη δημιουργία ενός καναλιού και επιπλέον πρασίνου, στον περιβάλλοντα χώρο. Το μουσείο διαθέτει, επίσης, ράμπες κυκλοφορίας των επισκεπτών με θέα στον ορίζοντα της πόλης, ασανσέρ και κλιμακοστάσια, πλήρη προσβασιμότητα για ΑμεΑ και σύγχρονα ηλεκτρομαγνητικά συστήματα ασφάλειας.

Αποδίδεται στις 24 Μαρτίου με λαμπρότητα η νέα Εθνική Πινακοθήκη | ΑΘΗΝΑ 9,84

Κόστος κατασκευής

Το κόστος του έργου ανέρχεται στα 59.029.102€. Στο ποσό αυτό τα 42.016.982€ προέρχονται από δημόσια χρηματοδότηση και τα 17.012.120€ από ιδιωτική χρηματοδότηση.

Το 71,2% της χρηματοδότησης του έργου επέκτασης, αντιστοιχεί σε δημόσιους πόρους (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Περιφέρειας Αττικής). Τα ψηφιακά προγράμματα της Πινακοθήκης, προϋπολογισμού 2.500.000 ευρώ, χρηματοδοτήθηκαν από το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Το 28,8% προέρχεται από δωρεές Ιδρυμάτων και ιδιωτών.

Ευεργέτης της Πινακοθήκης είναι το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με δωρεά 13.000.000 ευρώ. Μεγάλοι δωρητές είναι ο Θόδωρος και η Εμμανουέλα Βασιλάκη, ο Βασίλης και η Μαρίνα Θεοχαράκη, το Ίδρυμα Αντώνιος Ε. Κομνηνός, το Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη, το Ίδρυμα Ωνάση, η κ. Dorothy Λάτση, ο Παναγιώτης και η Ειρήνη Λαιμού. Δωρητές είναι το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Νικόλας Δ. Πατέρας.