«Σήκω χόρεψε κουκλί μου να σε δω να σε χαρώ…». Η… έμπνευση του Γιάννη Ρίτσου

Η Ελλάδα παλιά...

Με το όνομα αρκουδιάρης αναφερόταν συνήθως ο τσιγγάνος εκείνος που παλαιότερα εμφάνιζε μία αρκούδα σε υπαίθριες παρουσιάσεις – επιδείξεις και με αυτό τον τρόπο κάλυπτε τις ανάγκες βιοπορισμού του. Οι αρκουδιάρηδες κρατούσαν συνήθως ένα ντέφι ή ακόμη πιο παλιά τύμπανο με το οποίο απέδιδαν την μελωδία έχοντας δεμένη με αλυσίδα από τη ζώνη τους μια αρκούδα (πολύ σπάνια δύο) με φίμωτρο.

Ένα…θέαμα που έχει εκλείψει στην Ελλάδα από το 1970…

Οι αρκουδιάρηδες διάλεγαν για τις παρουσιάσεις κυρίως πλατείες που παρουσίαζαν κάποια σχετική κίνηση ή και δρόμους συνοικιακούς. Όταν λοιπόν σταματούσαν κάποιοι περαστικοί, άρχιζε το πρόγραμμα! Η μελωδία δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, απλά ο αρκουδιάρης χτυπώντας το ντέφι άρχιζε να τραγουδά κάποιο γνωστό λαϊκό τραγούδι που συνήθως ήταν το «Σήκω χόρεψε κουκλί μου να σε δω να σε χαρώ …».

Περιέργως μόλις άρχιζε το ντέφι με τη πρώτη λέξη «Σήκω» η αρκούδα σηκωνότανε στα πισινά της πόδια και άρχιζε ρυθμικά και εναλλάξ να ανασηκώνει τα πόδια μεταφέροντας το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο, λικνίζοντας έτσι εξ ανάγκης το σώμα της, δίνοντας την εντύπωση του χορού.

Το θέαμα όμως αυτό απαιτούσε οι αρκουδιάρηδες να είναι και εκπαιδευτές. Η εκπαίδευση λοιπόν γινόταν ως εξής: άνοιγαν ένα λάκκο μέσα στον οποίο έριχναν αναμμένα κάρβουνα και τον σκέπαζαν με μια χοντρή λαμαρίνα. Όταν αυτή ζεσταινόταν έφερναν την αρκούδα δεμένη κοντά, και μόλις την ανέβαζαν στη λαμαρίνα παίζανε το ντέφι.

Βέβαια η αρκούδα καιγότανε με αποτέλεσμα μη μπορώντας να φύγει να ανασηκώνει εναλλάξ τα πόδια, η δε μαϊμού να χοροπηδάει για να μη καίγεται. Από τη συνεχή επανάληψη, όποτε η αρκούδα άκουγε το ντέφι (αντανακλαστικά) επαναλάμβανε τις κινήσεις που έκανε πάνω στη ζεστή λαμαρίνα! Το ίδιο και η μαϊμού. Στη συνέχεια η αρκούδα στο άκουσμα «πως πλένεται» προσπαθούσε να βγάλει από το πρόσωπό της το πανί που κάποιος κάθε φορά από πίσω με ένα καλάμι το έφερνε στο πρόσωπό της!

Το… θέαμα της εποχής δεν άφησε αδιάφορο τον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος στη Σονάτα του Σεληνόφωτος αναφέρει:

“Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
πώς ἔξω ἀπ’ τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά
του ἀρκούδα
μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζει τό σούρουπο
καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ’ ἀφήνουν
πιά νά βγοῦν ἔξω
μ’ ὅλο πού πίσω ἀπ’ τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς
ἀρκούδας —
κ’ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,

μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί —
ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά
παιδιά, τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,
καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό     τελευταῖο
παιχνίδι της,
δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση,
τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν
χειλιῶν της, στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου — ἔστω κ’ ἑνός ἀργοῦ θανάτου —
τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση
τῆς ζωῆς
πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.

Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
Κ’ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες πού τῆς
ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου”.

Διαδώστε το Εδώ ζεις