Ουραγοί σε όλη την Ευρώπη. Όμως οι Έλληνες δότες έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία ζωής σε 140 πάσχοντες…

Κοινωνία

Με αφορμή την σημερινή Πανελλήνια Ημέρα Δωρεάς Οργάνων, η χώρα μας παραμένει ουραγός στη δωρεά οργάνων.
Με μέσο ευρωπαϊκό όρο τους 18 δότες ανά εκατομμύριο, στην Ελλάδα υπάρχουν μόλις 4,8 δότες ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ), το έτος 2016 είχαμε στην Ελλάδα, συνολικά, 51 δότες, το 2017 είχαμε 67 δότες οργάνων, το έτος 2018 45 δότες και το 2019 μέχρι και σήμερα είχαμε συνολικά 53 δότες οργάνων.

Ο μέσος χρόνος αναμονής για μόσχευμα νεφρού είναι 6,5 χρόνια. Το 60% των νεφροπαθών πεθαίνουν πριν βρεθεί μόσχευμα.
Κατά τη διάρκεια του 2019 και μέχρι σήμερα, παρατηρήθηκε 30% αύξηση στα ποσοστά δωρεάς οργάνων στη χώρα μας και αυτό αναδεικνύει την ευαισθητοποίηση και ανταπόκριση της κοινωνίας σ΄ ένα τέτοιο ευαίσθητο θέμα. Χάρη στη πράξη τους αυτή έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία ζωής σε 140 πάσχοντες συνανθρώπους μας. 
Η συνολική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ την τετραετία 2012-2015 για μετάβαση στο εξωτερικό για μεταμόσχευση ανήλθε στα 35 εκατ. ευρώ, με το μέσο κόστος ανά ασθενή να υπολογίζεται στις 150-200 χιλιάδες ευρώ, ενώ περισσότερο από το 65% των Ελλήνων εξακολουθούν και δηλώνουν ανεπαρκώς ενημερωμένοι για την δωρεά οργάνων και τις μεταμοσχεύσεις.

Οι γιατροί της Αθήνας πρόκειται να αναλάβουν πρωτοβουλία προώθησης της ιδέας της δωρεάς οργάνων, σε συνεργασία με τους εμπλεκόμενους φορείς.
Η ιδέα της δωρεάς οργάνων και ιστών αποτελεί την ύψιστη μορφή εθελοντικής προσφοράς και αλτρουισμού, καθώς και τη βασική προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του ιατρικού θαύματος της μεταμόσχευσης.
Στη χώρα μας εκατοντάδες ασθενείς βρίσκονται κάθε χρόνο σε λίστες αναμονής για μόσχευμα και δυστυχώς κάποιοι από αυτούς είναι καταδικασμένοι να χάσουν τη ζωή τους πριν βρεθεί το κατάλληλο μόσχευμα, ενώ για άλλους η λύση του εξωτερικού αποτελεί μονόδρομος.
Ο πρόεδρος του ΙΣΑ επισημαίνει ότι η ανεπάρκεια κλινών και προσωπικού στις ΜΕΘ, η αποτυχία έγκαιρου εντοπισμού των δυνητικών δοτών και η έλλειψη ενός οργανωμένου και επαρκούς Δικτύου Συντονισμού, είναι κάποιες από τις βασικές αιτίες της σημερινής κατάστασης.