Ένα μυστήριο λύνεται… Τα ευρήματα που μπορεί να αποκαλύπτουν μία αρχαϊκή πόλη. Εικόνες

Πολιτισμός

Σύμφωνα με το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού αποκαλύφθηκαν, κατά τη διεπιστημονική έρευνα στην Αρχαία Σικυώνα και συγκεκριμένα στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου,
οικιστικά κατάλοιπα της Κλασικής και Ύστερης Κλασικής περιόδου, αποτελούμενα από εσωτερικά δωμάτια οικιών και τμήματα οικιακών εργαστηρίων.
Ξεχωρίζουν τα βοτσαλωτά ψηφιδωτά δάπεδα και τα δάπεδα από ασβεστοκονίαμα, καθώς και οι επενδυμένοι τοίχοι με ερυθρό και κίτρινο κονίαμα.
Η εύρεση κεραμικής του 6ου αι. π.Χ. σε στρωματογραφικές ενότητες, άμεσα σχετιζόμενες με αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, ενδυναμώνει το ενδεχόμενο εντοπισμού της αρχαϊκής πόλης της Σικυώνας σε αυτή την περιοχή».
Στη θέση Άγιος Νικόλαος ανασκάφηκε κτίριο της Κλασικής περιόδου το οποίο ταυτίζεται με Ηρώο. Το ορθογώνιο κτίριο (6,30 x 4,40 μ.) με προσανατολισμό Β-Ν ήταν μερικώς υπόγειο ενώ έφερε ανωδομή από πλίνθους και στέγη από κεράμους λακωνικού τύπου.
Στη ΒΑ γωνία, η μονολιθική κλίμακα με τρεις βαθμίδες εξασφάλιζε την απευθείας πρόσβαση σε διαμορφωμένη και οριοθετημένη με λίθινο πεσσίσκο επιφάνεια του φυσικού βράχου, στην οποία είχαν διανοιχθεί τρεις λαξευτοί τάφοι της Αρχαϊκής περιόδου. Και οι τρεις τάφοι έφεραν πολλαπλούς ενταφιασμούς στο εσωτερικό τους, αλλά μόνο ένας εξ αυτών είχε κτεριστεί με ένα χρηστικό αγγείο και εννέα σφαιρικούς αρύβαλλους της Πρώιμης ή Μέσης κορινθιακής περιόδου (610-555 π.Χ.).

Αμέσως νότια του Ηρώου ερευνήθηκε ταφή του 5ου αι. π.Χ. τοποθετημένη σε μονολιθική σαρκοφάγο και κτερισμένη με τα σανδάλια του νεκρού, από τα οποία διασώθηκε το σιδερένιο περίγραμμα της σόλας. Το κτίριο, στο οποίο διακρίνονται τουλάχιστον δύο οικοδομικές φάσεις της Κλασικής περιόδου, φαίνεται πως έπαψε να λειτουργεί στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. Η στρωματογραφική ενότητα που συνδέεται με την καταστροφή και εγκατάλειψή του, απέδωσε πλήθος κεράμων στέγης, εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα κεραμικής και σχετικά μικρό αριθμό πήλινων ειδωλίων.
Η μελέτη των κινητών ευρημάτων αναμένεται να αποδώσει περαιτέρω στοιχεία για τον χαρακτήρα των τελετουργιών προς τους προγόνους ή και την ενδεχόμενη σύνδεση του χώρου με τη λατρεία χθόνιων θεοτήτων.
Στην περιοχή Ζόγερι διερευνήθηκε μεγάλης έκτασης ταφικό μνημείο χρονολογούμενο στην Ύστερη Κλασική – Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο. Το ταφικό μνημείο ορθογώνιας κάτοψης (4,60 μ. x 0,65 μ. x 0,85 μ.) σώζεται σε ύψος τριών δόμων, εκ των οποίων ο ανώτερα σωζόμενος αποτελείται από πέντε λιθόπλινθους συναρμοσμένες με μολύβδινους συνδέσμους τύπου «Ζ».
Ως σήματα του μνημείου είχαν χρησιμοποιηθεί δύο συμμετρικά τοποθετημένες λιθόπλινθοι στο ανατολικό και δυτικό τμήμα του αντίστοιχα. Η πρόσθια όψη του μνημείου, ορατή κατά την αρχαιότητα από αμέσως βόρεια διερχόμενη οδό, φέρει διακόσμηση κυματίου (cyma reversa).

Στο νότιο τμήμα του διανοίχθηκαν δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι, με μονούς ενταφιασμούς ενηλίκων στο εσωτερικό τους και παρόμοια κτέριση (κοτύλες, μικκύλα αγγεία, λύχνοι, σιδερένια στλεγγίδα, αργυρό νόμισμα). Στο ίδιο τμήμα και σε στρωματογραφική ενότητα άνωθεν των τάφων διερευνήθηκε ταφική πυρά χρονολογούμενη στα 350-275 π.Χ., η οποία απέδωσε πληθώρα ανθρωπόμορφων και ζωόμορφων ειδωλίων, καθώς και αναθηματικών αγγείων με χαρακτηριστική εμπίεστη διακόσμηση ωών στο χείλος και στο σώμα, πιθανώς προϊόντα τοπικού εργαστηρίου.
Τέλος, η ταφική χρήση του χώρου επιβεβαιώνεται ήδη από τον 5ο αι. π.Χ., καθώς εντοπίστηκε εξωτερική προσφορά αποτελούμενη από μία κορινθιακή κοτύλη και έξι αττικές ληκύθους, η μία εξ αυτών λευκού βάθους, σε σημείο αμέσως ΒΑ του μνημείου και σε άμεση σχέση με το ανατολικό ταφικό σήμα. Λίγες δεκάδες μέτρα βορειότερα του ταφικού μνημείου και εκτός του βασικού ιστού της πόλης ήρθαν στο φως αρχιτεκτονικά κατάλοιπα χρονολογούμενα στην Κλασική περίοδο.
Πιο συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν τρεις χώροι, ορθογώνιας και τετράγωνης κάτοψης, ενός εκτενούς -σύμφωνα με τις γεωφυσικές έρευνες- κτιριακού συγκροτήματος. Οι χώροι απέδωσαν ιδιαίτερα αποσπασματική λεπτή κεραμική αλλά μεγάλη ποσότητα αποθηκευτικών αγγείων, αγνύθες, νομίσματα και η χρήση τους συνδέεται είτε με μικρής κλίμακας εργαστηριακές εγκαταστάσεις είτε με αγρέπαυλη.

Στην περιοχή Χτίρι αποκαλύφθηκε τμήμα μνημειακού κτιρίου των Κλασικών χρόνων και σε άμεση επαφή με αυτό κεραμοσκεπής τάφος της ίδιας περιόδου. Η χρήση του κτιρίου παραμένει δυσερμήνευτη πιθανότατα να λειτουργούσε ως δημόσιο κτίριο. Άνωθεν αυτού εδραζόταν τμήμα χώρου χρονολογούμενο στους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους στον οποίο εντοπίστηκε μεγάλων διαστάσεων πίθος (διαμ. 1,40 μ.). Η χρήση αυτού του εξωτερικού, πιθανότατα, χώρου συνδέεται με την παραγωγή ελαιόλαδου, υπόθεση που ενισχύεται από τη συλλογή μεγάλης ποσότητας απανθρακωμένων ελαιοπυρήνων και από τον εντοπισμό σε παρακείμενο αγρό, τραπητή, κατασκευή άμεσα συνδεδεμένη με την ελαιοπαραγωγή.
Τέλος, στην περιοχή Μερκούρη αποκαλύφθηκε τμήμα παρόδιου νεκροταφείου χρονολογούμενο στους Κλασικούς και Πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους. Οι τάφοι, απλοί λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τοποθετημένοι σε ορύγματα λαξευμένα στο φυσικό βράχο, φέρουν κάλυψη είτε από ορθογώνιες λίθινες πλάκες είτε από κεράμους. Οι μεμονωμένες ταφές ενηλίκων ήταν κτερισμένες με τους ακόλουθους τύπους αγγείων: σκύφος, κάνθαρος, λεκανίδα, μόνωτο μαγειρικό αγγείο, μικκύλα αγγεία και λύχνος.
Η παρακείμενη αρχαία οδός αποτελούσε κύρια οδική αρτηρία πιθανώς μεταξύ του λιμένος και του Ελληνιστικού πλατώματος και ήταν σε χρήση -βάσει των επαναλαμβανόμενων επιδιορθώσεων- τουλάχιστον κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ. Μεταξύ των τάφων και της οδού, ήρθε στο φως λίθινος αγωγός απορροής υδάτων, ο οποίος πληρώθηκε και καλύφθηκε με λίθινες πλάκες λειτουργώντας ως αναλημματικός τοίχος.

Ένα like φέρνει... χαμόγελα